- υποφθόριος
- -ον, Α(για δόντι) σάπιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φθόριος «καταστρεπτικός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφθορίοις — ὑποφθόριος decayed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)